- ιχθυ(ο)-
- (AM ἰχθυ[ο]-)α' συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, -ύος, «ψάρι».ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόροςαρχ.ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος, ιχθυβόρος, ιχθύβοτος, ιχθυδόκος, ιχθύκεντρον, ιχθυμέδων, ιχθυνόμος, ιχθυόβρωτος, ιχθυοθήρα, ιχθυοθήρας, ιχθυοθηρευτής, ιχθυοθηρητήρ, ιχθυόκολλον, ιχθυολύμης, ιχθυομάντις, ιχθυομετάβολος, ιχθυοπράτης, ιχθυοπτίς, ιχθυοπωλώ, ιχθυόρρους, ιχθυοστεφής, ιχθυοτόκος, ιχθυουλκός, ιχθυπαγής, ιχθυπόρος, ιχθυστεφής, ιχθυφάγος, ιχθυφόνοςμσν.ιχθυόθηρ, ιχθυοσύνθετος, ιχθυοτάριχονμσν.- νεοελλ.ιχθυοκτόνος, ιχθυόμορφοςνεοελλ.ιχθυαγορά, ιχθυάλευρο, ιχθύαση, ιχθυογραφία, ιχθυοκαλλιέργεια, ιχθυοκομία, ιχθυοκόμος, ιχθυόλη, ιχθυολιμένας, ιχθυολόγος, ιχθυομαντεία, ιχθυοπανίδα, ιχθυοπαραγωγή, ιχθυοπαραγωγός, ιχθυοπτερύγιο, ιχθυόσαυρος, ιχθυόσκαλα.
Dictionary of Greek. 2013.